- καλοιώνιστος
- καλοιώνιστοςof good omenmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοιώνιστος — καλοιώνιστος, ον (Α) ευοίωνος, αίσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλῶς) + οἰωνίζομαι «προλέγω, μαντεύω από οιωνούς»] … Dictionary of Greek
καλοιωνίστους — καλοιώνιστος of good omen masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)